Σατᾶν

Σατᾶν
Σατάν
adversary
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σατάν — adversary masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατάν — Ετήσια σατιρική έκδοση (1927 1959). Εκδότης του ο Γ. Κοκκάλης με έδρα την Αλεξάνδρεια. Ο Γ. Κοκκάλης ίδρυσε και την επίσης ετήσια έκδοση Μεφιστό (1941 1955). Στις σελίδες και των δύο έντυπων έχουν καταχωρηθεί σκίτσα και γελοιογραφίες πολλών… …   Dictionary of Greek

  • Σατανᾶ — Σατάν adversary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανᾶς — Σατάν adversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… …   Dictionary of Greek

  • AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • σατάνειος — ἡ, Α ονομασία ενός είδους μουσμουλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Σατάν] …   Dictionary of Greek

  • σατανικός — ή, ό / σατανικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σατάν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατανά 2. διαβολικός, καταχθόνιος. επίρρ... σατανικώς / σατανικῶς, ΝΜΑ, και σατανικά Ν κατά τρόπο σατανικό …   Dictionary of Greek

  • ՀԱԿԱՌԱԿ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0006 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. ἑναντίος, ἁντικείμενος contraius, adversarius, adversus, oppositus. Իբր Հակ առ հակ, կամ հակ առեալ. հակակայ. ներհակ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”